Η καρυδιά ή καρύα η περσική, ένα πανάρχαιο δέντρο.

 

Για την προέλευση της καρυδιάς επικρατέστερη θεωρείται η άποψη ότι η αρχική της πατρίδα ήταν η Κίνα από την οποία δια μέσου των Ιμαλάϊων μεταφέρθηκε στις Ινδίες, στην Περσία, στην Ελλάδα και κατόπιν στη λοιπή Ευρώπη. Επειδή η εισαγωγή της στην Ευρώπη έγινε από την Περσία είναι γνωστή, ιδιαίτερα στους Αγγλοσάξονες, ως καρυδιά η περσική (Persian Walnut).
Από απολιθωμένα φύλλα καρυδιάς που βρέθηκαν στην Προβηγκία (Νότια Γαλλία), συνάγεται ότι κατά την προϊστορική εποχή ήταν αυτοφυής και στη Δ. Ευρώπη. Περίπου το 3000 π.Χ. οι αρχαίοι μας πρόγονοι άρχισαν να καλλιεργούν συστηματικά καρυδιές, γιατί εκτιμούσαν πολύ τα καρύδια καθώς τα χρησιμοποιούσαν σε επιδόρπια, αλλά ακόμη και για φαρμακευτικούς ή βαφικούς σκοπούς.
Ο Θεόφραστος που έζησε τον τέταρτο π.Χ. αιώνα, στο έργο του «Φυτών αιτίαι και φυτών ιστορίαι» αναφέρει ότι η καρυδιά ήταν δασικό φυτό που βελτιώθηκε από τον άνθρωπο με την καλλιέργεια.
Πρέπει όμως να διευκρινιστεί ότι την εποχή αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Αθήναιος, «Κάρυα εκάλουν πάντα τα ακρόδρυα (ξηρούς καρπούς) και τας αμυγδάλας και τα νυν καστάνεια». Αλλά στην κοινή καρυδιά φαίνεται να αναφέρεται η «Καρύα η αγρία» (Φυτών ιστορίαι 3,2,3) η «περί την Μακεδονίαν καρύα» (3,3,1) καθώς και η «περσική καρύα).
Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή φαίνεται ότι γινόταν καλλιέργειά της στην Ιταλική χερσόνησο γιατί μνημονεύεται συχνά σε ποιήματα του Βιργίλιου και του Οβίδιου. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα καρύδια τα χρησιμοποιούσαν στην ιατρική σαν φάρμακο κατά της τερηδόνας και το περικάρπιο για βαφή των μαλλιών. Τέλος κατά τον De Candolle (1788-1841) απαντιόταν ως αυτοφυής από την Ανατολική εύκρατη Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία.
Σήμερα η καρυδιά έχει εκτεταμένη γεωγραφική διάδοση. Στην Ευρώπη, στο μεν Δυτικό τμήμα περιλαμβάνονται περιοχές από Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, μεχρι Ν. και Κεντρική Αγγλία, στο δε Ανατολικό τμήμα περιοχές από Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Μολδαβία μέχρι τη Ν. Ρωσία και το Β. Καύκασο.
Στην Ασία μεγαλύτερη διάδοση έχει στο Ν.Δ. τμήμα και κυρίως στην Τουρκία, τη Συρία, την Περσία και την Ινδία. Στην Αφρική απαντιέται στα βορειότερα παράλια και κυρίως στο Μαρόκο. Στη βόρειο Αμερική τα όρια εξάπλωσής της προς Β. φθάνουν μέχρι τις εύκρατες ζώνες του Καναδά και προς Ν. μέχρι τις Αντίλλες και το Μεξικό. Στη νότιο Αμερική απαντιέται σε περιορισμένες εκτάσεις στην Αργεντινή και τη Βραζιλία. Στις ΗΠΑ μολονότι δέντρα καρυδιάς βρίσκονται και στις παρά τον Ατλαντικό Ωκεανό Πολιτείες, για επιχειρηματικούς σκοπούς καλλιεργείται μόνο στις παρά τον Ειρηνικό Ωκεανό Πολιτείες και κυρίως στην Καλιφόρνια. Τέλος στην Ωκεανία απαντιέται σποραδικά τόσο στην Αυστραλία όσο και στη Νέα Ζηλανδία. Στην Αγγλία μεταφέρθηκε πριν από το 1562 και στην Αμερική από τους πρώτους Άγγλους αποίκους, οι οποίοι την ονόμασαν αγγλική καρυδιά για να την ξεχωρίζουν από τις μαύρες αμερικάνικες καρυδιές. Στην Ελλάδα έχει επίσης ευρύτατη εξάπλωση. Σε άγρια κατάσταση απαντιέται διάσπαρτη στις υπώρειες και κοιλάδες του Ολύμπου, των Πιερίων και πολλών άλλων ορέων και άλλων ορέων και σε εξημερωμένη σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας και περισσότερο στην Πελοπόννησο και τη Μακεδονία.

 

Σε παλιότερες εποχές η καλλιέργειά της ήταν περισσότερο διαδεδομένη από σήμερα. Σε πολλά μάλιστα μέρη υπήρχαν φημισμένοι καρυδεώνες με αξιόλογη παραγωγή. Αυτό γίνεται φανερό και από την πληθώρα των χωριών και τοποθεσιών με το όνομα «Καρυά» «Καρυαί» «Καρυούπολις» κ.λ.π. καθώς επίσης και από τα μεγάλης ηλικίας γιγαντόσωμα δέντρα καρυδιάς που επιζούν μέχρι σήμερα. Ο περιορισμός των καρυδοφυτειών οφείλεται κυρίως στην έντονη εκμετάλλευση του ξύλου της που έγινε μετά τις καταστροφές των τελευταίων πολέμων, χωρίς παράλληλα να γίνεται ανανέωση φυτειών σε αντικατάσταση των απωλειών.